συμπτώματος

συμπτώματος
σύμπτωμα
anything that happens
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • MERIDIANUS Daemon — in versino Graeca Psalmo 91. v. 5. et 6.ἀπὸ βέλους πετομένου ἡμέρας, ἀπὸ πρἁτματος εν σκότεί διαπορευομένου, ἀπὸ συμπτώματος καὶ δαιμονίου μεσημβρινοῦ, a sagitta velit ante interdiu: a peste in caligine pervadente, a lue et daemone meridiano.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλεξητήριος — ἀλεξητήριος, ία, ον (Α) [ἀλεξητήρ] 1. ο ικανός να αποκρούει, να υπερασπίζει ή να βοηθά (ειδικότερα ως επίθετο θεών) 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀλεξητήριον α) φάρμακο για πρόληψη ή καταπολέμηση νοσηρού συμπτώματος, αντίδοτο δηλητηριάσεων β) …   Dictionary of Greek

  • κρυψιγενής — ές ιατρ. χαρακτηρισμός νόσου ή συμπτώματος τού οποίου η αιτία ή η φύση είναι άγνωστη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cryptogenic < crypt(o) (< κρυπτ[ο] *) + genie < geny (< γενεια < γενής < γένος)] …   Dictionary of Greek

  • προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… …   Dictionary of Greek

  • ρασιοναλιζασιόν — η, Ν 1. (ψυχολ.) η εκ τών υστέρων αιτιολόγηση μιας συγκεκριμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς τού ατόμου 2. (ψυχαν.) η διαδικασία τής εξήγησης και αιτιολόγησης ενός συμπτώματος, μιας αμυντικής ενέργειας ή μιας νευρικής κρίσης τού ατόμου, και η… …   Dictionary of Greek

  • σύμπτωμα — το, ΝΜΑ [συμπίπτω] ιατρ. υποκειμενικό φαινόμενο το οποίο εκφράζει μια παθολογική κατάσταση και οφείλεται σε λειτουργικές ή οργανικές διαταραχές ενός οργάνου ή ολόκληρου τού οργανισμού (α. «συμπτώματα φυματίωσης» β. «συμπτώματι περιέπεσε ἰδιάζοντι …   Dictionary of Greek

  • ψυχανάλυση — Σύστημα μεθόδων για τη διερεύνηση της ψυχικής ζωής, που μελετούν την ασυνείδητη σημασία λόγων, πράξεων, προϊόντων της φαντασίας (ονείρων, παραληρημάτων) ενός υποκειμένου. Με τον όρο ψ. χαρακτηρίζεται επίσης η ψυχοθεραπευτική μέθοδος, που… …   Dictionary of Greek

  • Φρόιντ, Ζίγκμουντ — (Freud, Φράιμπεργκ, σήμερα Πρίμπορ, Μοραβία 1856 – Λονδίνο 1939). Αυστριακός νευροπαθολόγος. Είναι ο ιδρυτής της ψυχανάλυσης. Πρωτότοκος από 7 αδέλφια, γεννήθηκε από τον δεύτερο γάμο του Εβραίου εμπόρου Γιάκοπ Φρόιντ και τα πρώτα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

  • ένδειξη — η 1. δείξη, δείξιμο, σημείο, σημάδι: Το δώρο είναι ένδειξη φιλίας ή αγάπης. 2. στοιχείο που φανερώνει με πιθανότητα την αλήθεια πράγματος ή γεγονότος (σε αντιδιαστολή με την απόδειξη): Υπάρχουν ενδείξεις για την ενοχή του, αλλά καμιά απόδειξη. 3 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιπλοκή — η 1. περιπλοκή, εμπλοκή, μπέρδεμα. 2. μτφ., η επαύξηση των δυσχερειών εξαιτίας νέων δυσκολιών, η επιδείνωση. 3. (ιατρ.), η εμφάνιση πρόσθετου νοσηρού συμπτώματος, η περιπλοκή, η επιδείνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”